ψανός

ψανός
(I)
-ή, -ό, και ψάνιος, -α, -ο, Ν
(για όσπρια) βραστερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐψ-ανός* «ευκολόβραστος» < ἔψω «βράζω», με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε-].
————————
(II)
-ή, -όν, Α
βλ. ψηνός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψάνα — και ψάνη και αψάνα, η, Ν 1. χλωρό στάχυ σιταριού 2. χλωρό στάχυ σιταριού καψαλισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψανός* (Ι) «ευκολόβραστος», με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ψηνός — και δωρ. τ. ψανός, ή, όν, Α φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψη τού ψήω* / ψῆν + επίθημα νός (πρβλ. πτη νός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”